«Η υπόθεσή μου, δεν είναι υπόθεση του Ρούντολφ Έλμερ. Είναι υπόθεση του τραπεζικού απορρήτου των ελβετικών τραπεζών», λέει ένας από τους πρώτους πληροφοριοδότες δημοσίου συμφέροντος

0
237

«Η Τράπεζα μού πρόσφερε χρήματα (για να κάνω πίσω), περίπου μισό εκατομμύριο φράγκα το 2005. Θα μπορούσα να έχω γίνει ένας ελεύθερος άνθρωπος το 2005, να έχω αυτά τα χρήματα και να λαμβάνω ακόμη περισσότερα ή και κάποια δώρα. Αλλά αποφάσισα ότι δεν γυρίζω πίσω στο σύστημα, γιατί αν αποδεχόμουν τα χρήματα, τότε θα έπρεπε να προστατέψω το σύστημα».

 

Για τους επικριτές του, ο άνθρωπος που λέει αυτή τη φράση στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, πρώην Ελβετός τραπεζικός, δεν είναι παρά ένα κοινό “καρφί”, που πρόδωσε το ίδιο σύστημα, από το οποίο ωφελήθηκε επί περίπου 30 χρόνια, επιδιώκοντας προσωπικά οφέλη. ‘Οταν, όμως, ο ίδιος ερωτάται πώς πήρε την απόφαση να καταγγείλει -με τεράστιες επιπτώσεις στην προσωπική του ζωή- το πανίσχυρο σύστημα των ελβετικών τραπεζών και τις πρακτικές που υποστηρίζει ότι εφαρμόζουν σε φορολογικούς παραδείσους, απαντά ότι το όφειλε στη γενιά της κόρης του.

 
Ο 62χρονος Ρούντολ Έλμερ, με πολυετή επαγγελματική θητεία σε κολοσσούς, όπως οι KPMG, Credit Suisse, Julius Baer και Νοble Group Hong Kong, θεωρείται ως ένας από τους πρώτους “whistleblowers” (πληροφοριοδότες δημοσίου συμφέροντος). Το 2005 ξεκίνησε στην Ελβετία την προσπάθεια να φέρει στην επιφάνεια ένα τεράστιο, όπως ισχυρίζεται, δίκτυο φοροδιαφυγής στο φορολογικό παράδεισο των Νήσων Κέιμαν, το οποίο υποστηρίζει ότι ανακάλυψε ως εργαζόμενος στον ελβετικό όμιλο Julius Baer (Τζούλιους Μπάερ).΄Οπως τονίζει, οι φορολογικές αρχές, η εισαγγελία και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης στη χώρα του απλά τον αγνόησαν, παρότι είχαν στα χέρια τους όλα τα στοιχεία, και τότε ο ίδιος επέλεξε να τα κοινοποιήσει μέσω των Wikileaks το 2008.

 
Συναντήσαμε τον “άνθρωπο με τη σφυρίχτρα” σε ξενοδοχείο της Θεσσαλονίκης. ‘Εφτασε στο ραντεβού ντυμένος με σπορ καρό πουκάμισο, έναν φορητό υπολογιστή και μια δεσμίδα χαρτιά, με φράσεις υπογραμμισμένες με φωσφορούχο μαρκαδόρο. Στα Wikileaks, λέει, έδωσε μόλις το 8%-10% των ντοκουμέντων που έχει στα χέρια του και στο υπόλοιπο 90% “φωλιάζουν”, όπως υποστηρίζει, πολλές ακόμη πληροφορίες “για διάσημα ονόματα”. ΄Οπως αποκαλύπτει, οι πληροφορίες φυλάσσονται σε ένα χρηματοκιβώτιο στη Γερμανία, «το οποίο είναι ταυτόχρονα και η ασφάλεια ζωής μου παρεμπιπτόντως».

 
Στα στοιχεία αυτά, που -όπως λέει- επιβεβαιώνουν εκ νέου με αποδείξεις όσα ήρθαν στην επιφάνεια με τα Panama Papers και τα SwissLeaks, υπάρχουν και αρχεία που αφορούν τρεις-τέσσερις περιπτώσεις μεγάλων Ελλήνων φοροφυγάδων, με ενδιαφέρον- ισχυρίζεται- όχι μόνον από οικονομική, αλλά και από πολιτική άποψη.
‘Οταν τον ρωτάμε για την πολυετή δικαστική του περιπέτεια, αφενός δηλώνει ότι πλέον δεν έχει χρήματα να πληρώνει δικηγόρους και καταρτίζει ο ίδιος τις νομικές προσφυγές του κι αφετέρου υπογραμμίζει: «Η υπόθεσή μου δεν είναι η υπόθεση του Ρούντολφ Ελμερ. Είναι η υπόθεση του τραπεζικού απορρήτου των ελβετικών τραπεζών […] Μετράω 12 χρόνια αγώνα και πέρασα 217 μέρες σε απομόνωση, δεν επιτρεπόταν καν στη γυναίκα μου να με επισκεφτεί. Αυτό που προσπάθησαν να κάνουν ήταν ξεκάθαρα να με σταυρώσουν νομικά μπροστά από τα κεντρικά της Credit Suisse, της UBS και της Julius Baer. Μόνο για να πουν (στους άλλους τραπεζικούς) “ό,τι έπαθε αυτός ο τύπος, θα το πάθετε κι εσείς αν μιλήσετε”».

 
Ο ίδιος διατυπώνει την εκτίμηση ότι το σύστημα μπορεί να βελτιωθεί αν η Κοινωνία των Πολιτών κινητοποιηθεί και υπάρξει πολιτική βούληση, ενώ επισημαίνει την ανάγκη να θεσπιστεί ευρωπαϊκή νομοθεσία για την προστασία των whistleblowers.
Ο Ρούντολφ Έλμερ ξεκίνησε την καριέρα του στη Julius Baer το 1987 και αρκετά χρόνια αργότερα ανέλαβε τη γενική οικονομική διαχείριση του παραρτήματος της Julius Baer Bank & Trust Company στις Νήσους Κέιμαν. Το γυαλί στις σχέσεις του με την Τράπεζα άρχισε να ραγίζει, όταν η διοίκηση υπέβαλε όλους τους συνεργάτες της σε τεστ αλήθειας, έπειτα από πληροφορίες ότι Αμερικανοί αξιωματούχοι της Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος είχαν δεχτεί στοιχεία που υπεκλάπησαν από τη Julius Baer για τις επιχειρηματικές πρακτικές της.

 
Ο Έλμερ απολύθηκε το 2002. Μετά την απόλυσή του, ξεκίνησε σταδιακά η πορεία που του εξασφάλισε τον τίτλο του “whistleblower”. Η προσπάθειά του επικεντρώνεται τώρα στον πόλεμο εναντίον του τραπεζικού απορρήτου στις ελβετικές τράπεζες. Για το θέμα αναμένεται απόφαση του Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου εντός των επόμενων δύο-τριών μηνών.

 
Ο κ. Έλμερ βρίσκεται στη Θεσσαλονίκη με αφορμή το Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ «Σπάζοντας τον κύκλο της διαφθοράς: ο ρόλος των πληροφοριοδοτών δημοσίου συμφέροντος», που διοργάνωσαν χθες το Ινστιτούτο «Νίκος Πουλαντζάς» και ο Όμιλος Φίλων του Ινστιτούτου Θεσσαλονίκης, σε συνεργασία με την Ευρωομάδα της Αριστεράς (GUE/NGL) και τον βουλευτή Στέλιο Κούλογλου.

Ακολουθεί το πλήρες κείμενο της συνέντευξης του Ρούντολφ Έλμερ στο ΑΠΕ-ΜΠΕ και την Αλεξάνδρα Γούτα

-Υπάρχουν περισσότερα στοιχεία για μεγάλους Ελληνες φοροφυγάδες, αλλά και για ξέπλυμα χρήματος από Ελληνες, στα αρχεία που δεν έχετε ακόμη αποκαλύψει;
-Ναι, υπάρχουν κάποιοι ακόμη σε αυτά τα αρχεία. ‘Ισως τρεις ή τέσσερις μεγάλες περιπτώσεις. Είναι μεγάλα ονόματα, καθώς για να δημιουργήσεις μια «δομή» με τη Julius Baer στα Κέιμαν πρέπει να έχεις τουλάχιστον 3-5 εκατ. δολ. Τα ονόματα αυτά έχουν ενδιαφέρον τόσο από οικονομική όσο και από πολιτική άποψη.
Στη διάρκεια της έρευνάς μου χρειάστηκε να μάθω ότι και στην Ελλάδα, τα εξωχώρια trusts, γνωστά και ώς οχήματα ειδικού σκοπού εξαιρούνται από τη φορολογία και είναι νόμιμο να έχουν περιουσιακά στοιχεία κρυμμένα σε φορολογικούς παραδείσους. Δεν είναι θεμιτό, αλλά είναι νόμιμο! Βασικά, πρόκειται για τα μεγάλα ψάρια που καταφέρνουν να μην πληρώνουν όσα οφείλουν στην κοινωνία, παρότι η υποδομή της Ελλάδας χρησιμοποιείται από τις πολυεθνικές και συγκεκριμένους εξαιρετικά πλούσιους ιδιώτες.
Σε ό,τι αφορά το ξέπλυμα χρήματος, μπορώ να μιλήσω για την Ελβετία και για Έλληνες πελάτες, που κρατούσαν στη χώρα όχι μόνο οικονομικά περιουσιακά στοιχεία, αλλά επίσης μη οικονομικά, όπως έργα τέχνης. Η αξία των μη οικονομικών στοιχείων μάλιστα, ήταν πολύ μεγαλύτερη από των οικονομικών, αλλά όταν οι άνθρωποι με ρωτούν πόσα χρήματα ακριβώς ήταν, πώς να απαντήσω; Πώς να προσδιορίσω πόσο ακριβώς στοιχίζει ένας πίνακας; […] Λέγεται ότι συνολικά είναι κρυμμένα στις ελβετικές τράπεζες 200 δισ. ευρώ, εννοώ σε οικονομικά στοιχεία, και αυτό στοιχίζει στον Έλληνα που περπατά στον δρόμο περίπου 28 δισ. ευρώ ετησίως σε απώλεια φόρων […]
ΕΡ.Θεωρείτε ότι οι κυβερνήσεις ανά τον κόσμο είναι πραγματικά πρόθυμες να ελέγξουν τις παράνομες πρακτικές των τραπεζών;
Είναι η ίδια παλιά ιστορία, αυτό που είχε πει ο Αβραάμ Λίνκολν δύο αιώνες πριν: «’Εχω δύο μεγάλους εχθρούς. Τον Στρατό των Νοτίων μπροστά μου και τους τραπεζίτες πίσω μου. Μεταξύ των δύο, αυτός που βρίσκεται πίσω μου είναι ο μεγαλύτερος εχθρός μου». […] Αν είναι πραγματικά να αλλάξει το σύστημα, αυτό εξαρτάται από τους ανθρώπους κι από την πολιτική βούληση. Οι άνθρωποι μπορούμε να δημιουργήσουμε όμορφους μπελάδες (γελάει δυνατά). Να πάμε έξω στους δρόμους και να κάνουμε κάποια πράγματα γνωστά στην κοινωνία… Αν υπάρξει νομοθεσία για την προστασία των πληροφοριοδοτών, θα υπάρξει και περισσότερη πληροφορία εκεί έξω. Υπάρχουν επίσης κινήματα, όπως το “Positive Money” στην Ελβετία, που πρεσβεύει ότι το χρήμα δεν πρέπει να δημιουργείται από τις τράπεζες, ώστε να έχουν περιορισμούς στο τι μπορούν να κάνουν.
Υπάρχουν τρόποι για να βελτιώσεις ή να πολεμήσεις το σύστημα, όπως η προσωπική ευθύνη, οι μακροχρόνιες ποινές φυλάκισης για όσους συλληφθούν να υποστηρίζουν φοροδιαφυγή ή ξέπλυμα χρήματος, οι κυρώσεις για τις χώρες που εφαρμόζουν αθέμιτες πρακτικές. Υπάρχουν αρκετοί τρόποι για να αλλάξει το σύστημα. Όλοι έχουν να κάνουν με την πολιτική βούληση.

ΕΡ.Αν η κόρη σας βρισκόταν μπροστά σε ένα μεγάλο σκάνδαλο στην επαγγελματική της ζωή, θα την ενθαρρύνατε να γίνει whistleblower;
Στην παρούσα κατάσταση όχι. Στην Ευρώπη δεν υπάρχει πραγματική νομική προστασία των Whistleblowers, ιδίως στον ιδιωτικό τομέα. Στις ΗΠΑ ξεκίνησε η εποχή των πληροφοριοδοτών και της προστασίας τους. Ακόμη όμως δεν θα της το συνιστούσα, όπως δεν το συνιστώ και σε άλλους που με πλησιάζουν και με ρωτούν. Μην το κάνεις επώνυμα, γιατί θα καταστρέψει την καριέρα και την οικογενειακή σου ζωή, τους λέω. Αν θέλεις να το κάνεις, κάνε το ανώνυμα. Τους το λέω παρότι προσωπικά η ανωνυμία δεν μου αρέσει, γιατί ο άνθρωπος στην κοινωνία μας πρέπει να έχει την ελευθερία να στέκεται όρθιος και να λέει αυτό που πιστεύει, ότι κάτι δεν είναι σωστό, και να μη χρειάζεται να σκέφτεται αν θα γίνει παράνομος σε περίπτωση που μιλήσει.
Είναι ξεκάθαρο ότι μετά την οικονομική κρίση του 2007-2008, το Whistleblowing αυξάνεται, προκειμένου να «σπάσει» η διαφθορά σε επίπεδο επιχειρήσεων. Ο αριθμός των tips που δίνονται από πληροφοριοδότες στις ΗΠΑ αυξάνεται σταθερά από τότε που η αμερικανική Επιτροπή Αξιών και Συναλλαγών και η Υπηρεσία Εγχώριων Εσόδων ξεκίνησε όχι απλά να προστατεύει αλλά και να επιβραβεύει τους πληροφοριοδότες. Η Ευρώπη είναι πολύ πίσω ακόμη, στην πραγματικότητα δεν υπάρχει καμία προστασία.
ΕΡ. Πώς πήρατε την απόφαση να τα βάλετε με ένα πανίσχυρο σύστημα, τις τράπεζες της Ελβετίας;
Έχασα την εμπιστοσύνη μου στη διοίκηση της εταιρείας, προς την οποία ήμουν υποστηρικτικός, αλλά και στον κλάδο στον οποίο δούλευα […] Είμαι ένας άνθρωπος με κριτική σκέψη και ήμουν επίσης υπεύθυνος κανονιστικής συμμόρφωσης της Τράπεζας στα Κέιμαν. Κρίσιμες πληροφορίες, ακόμη και σχετικά με εγκληματίες, δεν μου δόθηκαν, όπως ανακάλυψα αργότερα, και δεν υπάρχει καμία αμφιβολία γι’ αυτό σήμερα […] Μου έκαναν τεστ αλήθειας, με απείλησαν και παρενόχλησαν τη σύζυγό μου και την κόρη μου, έξι ετών τότε. Δούλευα στα Κέιμαν και ταξίδευα πολύ συχνά στις ΗΠΑ. Τίποτα δεν αναφερόταν σε μένα (για όσα συνέβαιναν στα Κέιμαν) […] Δεν ήξερα τι ρίσκο λαμβάνω πηγαίνοντας στις ΗΠΑ. Θα μπορούσαν να με βάλουν φυλακή […].
Δεν αποδέχομαι την εγκληματική συμπεριφορά. Ξέρω ότι στον τραπεζικό κόσμο υπάρχει μια γκρίζα περιοχή, όπως αυτές που απαντώνται σε κάθε βιομηχανία, αλλά αυτό που έμαθα εξετάζοντας τα στοιχεία, ήταν ότι οι δουλειές δεν ήταν πια καθόλου στη γκρίζα ζώνη. ‘Οταν έθεσα το ζήτημα αυτό το 2005, στη Ζυρίχη, από τη διοίκηση του ομίλου με απείλησαν ότι αν πάω την τράπεζα στο δικαστήριο, θα με τελειώσουν.
ΕΡ. Από πού αντλήσατε το κουράγιο να προχωρήσετε ούτως ή άλλως; Δεν φοβόσασταν;
Προφανώς φοβόμουν. Αλλά έχω μια εξαιρετική σύζυγο και μια εξαιρετική κόρη, που μου παρείχαν μεγάλη υποστήριξη όλα αυτά τα χρόνια […] Είχα τη στήριξη της συζύγου μου σε όλη την πορεία, παρότι η ίδια δεν είχε επιλογή, όταν αποφάσισα να πάρω αυτόν τον δρόμο. […] Επίσης πιστεύω στον Θεό, του μιλάω πολύ συχνά και παίρνω απαντήσεις […]΄Εχω και την ευθύνη απέναντι στην κόρη μου, που πρέπει να γνωρίζει ποιος ήταν ο πατέρας της και γιατί έπρεπε να φύγει από τις Νήσους Κέιμαν, να πάει στην Ελβετία και μετά στον Μαυρίκιο σαν ένα είδος πρόσφυγα, και μετά να επιστρέψει στην Ελβετία […] Πιστεύω ότι λόγω και της επαγγελματικής μου πορείας, είμαι ένας από τους ανθρώπους που ξέρουν πώς λειτουργούν τα πράγματα και γι’ αυτό έχω υποχρέωση απέναντι στη γενιά της κόρης μου να κάνω αυτόν τον κόσμο καλύτερο […]
Ξέρετε ήμουν πολύ καλός ποδοσφαιριστής στα 17-18 μου, τερματοφύλακας, και μού πρόσφεραν τότε λεφτά να παίξω άσχημα, ωστε η αντίπαλη ομάδα να κερδίσει, 1000 ελβετικά φράγκα για την ακρίβεια. Τα πήρα, τα μοίρασα στις junior teams και έπαιξα το καλύτερο παιχνίδι της ζωής μου. Πρέπει να πω ότι βαδίζοντας στον δρόμο που βαδίζω τώρα, βρήκα τον εαυτό μου ξανά. Μπορώ να μιλήσω, να σκεφτώ, να πω ότι πιστεύω πως αυτό είναι σωστό ή λάθος και το ίδιο δικαίωμα έχουν και οι άλλοι άνθρωποι. Αυτό δεν μπορούσα να το κάνω στον τραπεζικό τομέα, έπρεπε να είμαι σιωπηλός.
ΕΡ. ‘Οταν οι άνθρωποι μαθαίνουν ότι είσαστε whistleblower, ποια στάση τηρούν απέναντί σας;
Εξαρτάται από το ποιοι είναι. Ακόμη και σήμερα υπάρχουν τραπεζικοί στην Ελβετία που λένε ότι επωφελήθηκα από το σύστημα και μετά το πρόδωσα, αλλά ακόμη και στην Ελβετία η άποψη για το ποιος είμαι έχει αρχίσει να αλλάζει. Υπάρχουν κάποιοι εκεί έξω ακόμη (που μιλούν αρνητικά για εμένα), ναι, αλλά η γενική άποψη έχει αλλάξει. Για παράδειγμα, το ελβετικό ντοκιμαντέρ «Offshore- Elmer and the Swiss Bank Secrecy» χρηματοδοτήθηκε από το Ομοσπονδιακό Τμήμα Πολιτισμού με 250.000 φράγκα, οπότε πιστεύω ότι αργά αλλά με βεβαιότητα, τουλάχιστον στο πολιτιστικό επίπεδο, έχουν αρχίσει οι άνθρωποι να καταλαβαίνουν. Αυτό για το οποίο αγωνίζομαι τώρα είναι (να συμβεί το ίδιο για) το νομικό, το δικαστικό σύστημα […]
Η υπόθεσή μου δεν είναι η υπόθεση του Ρούντολφ Ελμερ. Είναι η υπόθεση του τραπεζικού απορρήτου των ελβετικών τραπεζών. Είναι μια μεγάλη βιομηχανία. ‘Επρεπε να θέσουν ένα χτυπητό παράδειγμα προς αποφυγή, ώστε να διασφαλίσουν ότι άλλοι τραπεζικοί δεν θα μιλήσουν. 12 χρόνια αγώνα, 217 μέρες σε απομόνωση, δεν επιτρεπόταν στη γυναίκα μου να με επισκεφτεί. Αυτό που προσπάθησαν να κάνουν ήταν ξεκάθαρα να με σταυρώσουν νομικά μπροστά από τα κεντρικά της Credit Suisse, της UBS και τηw Julius Baer. Μόνο για να πουν “ό,τι έπαθε αυτός ο τύπος, θα το πάθετε κι εσείς αν μιλήσετε”».
Πέτυχα κάτι τρομερό μέχρι σήμερα. Η Ελβετία είναι ο φορολογικός παράδεισος νούμερο ένα, το είπα, και δεν μπορούσαν να με βάλουν φυλακή, παρότι ο κατήγορος πρότεινε 4,5 χρόνια φυλάκισης και ήδη κρίθηκα δύο φορές ένοχος στο κατώτερο δικαστήριο για παραβίαση του τραπεζικού απορρήτου…
Κάποιες φορές δεν μπορείς να πολεμήσεις το σύστημα […] Σε ένα παιχνίδι σκάκι, υπάρχουν στρατοί πολύ μεγαλύτεροι από το δικό μου, αλλά αυτό που μπορώ να κάνω με τον μικρό μου στρατό, είναι να τους κάνω να φανούν ανόητοι στους παρατηρητές […] γιατι αυτό στέλνει ένα μήνυμα στο κοινό, σχετικά με το πόσο καταχρηστικές είναι οι πρακτικές τους. Γι’ αυτό και ζήτησα δημόσια ακρόαση της ετυμηγορίας του δικαστηρίου στη δίκη μου τον Αύγουστο του 2016. […] Μια νέα σημαντική απόφαση του Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου για το τραπεζικό απόρρητο αναμένεται τους επόμενους δύο-τρεις μήνες […]
ΕΡ. Τι θα συμβεί στη συνέχεια, αν αυτή η δικαστική απόφαση είναι θετική για εσάς;
Τι θα σημαίνει για εμένα προσωπικά; Μα ότι θα μπορώ να δημοσιεύσω (ελεύθερα) τα δεδομένα (γελάει δυνατά)! Στα wikileaks έδωσα περίπου ένα 10% των στοιχείων. Τα Wikileaks ήταν για μένα μια στρατηγική κίνηση, γιατί πρώτα προσπάθησα να λύσω το θέμα στη χώρα μου, μίλησα στις φορολογικές αρχές, στον εισαγγελέα, αλλά κανένας δεν ήθελε να κάνει έρευνα για τα δεδομένα. ‘Ετσι πήγα στα wikileaks το 2008 […] Πήγα και στις εφημερίδες και όταν τους έλεγα την ιστορία δεν ήθελαν να μιλήσουν για το τι περιλαμβάνουν τα δεδομένα, αλλά για αυτόν τον κακό τύπο τον Ελμερ […] Στη συνέχεια, ευτυχώς ο δημοσιογράφος Nick Davis του βρετανικού Guardian ήρθε στον Μαυρίκιο, εξέτασε τα στοιχεία, προκάλεσε την Τράπεζα κι έγραψε δύο εξαιρετικά άρθρα.
ΕΡ. Τι περιμένετε ότι θα πετύχετε αν δημοσιοποιηθεί το υπόλοιπο 90% των αρχείων; Ευελπιστείτε ότι όντως μπορείτε να αλλάξετε το σύστημα;
Αν τα στοιχεία δημοσιευτούν θα δώσουν αποδείξεις ότι όσα ήρθαν στην επιφάνεια με τα Panama Papers και τα SwissLeaks ισχύουν, θα υπάρξει μια ακόμη απόδειξη ότι αυτό που έχουμε είναι ένα συστημικό πρόβλημα… Υπάρχουν κάποια διάσημα ονόματα σε αυτά τα αρχεία. Δεν μπορώ να πω πόσα.
Τα αρχεία δεν θα κάνουν κάποια διαφορά στο σύστημα, άλλωστε υπάρχουν ήδη πολλά δεδομένα, αυτό που θα κάνει τη διαφορά είναι, κατά την άποψή μου, ότι θα προωθηθεί η ιδέα της φορολογικής δικαιοσύνης, θα φανεί πώς ένας φορολογικός παράδεισος πολεμάει ενάντια σε έναν άνθρωπο που λέει την αλήθεια, έναν πληροφοριοδότη δημόσιου συμφέροντος, θα φανεί τι αντίποινα χρησιμοποιούν και πόσο σημαντικό είναι να προστατεύεται ένας πληροφοριοδότης. Θα γίνει σαφές τι θα μπορούσε να πετύχει η κοινωνία αν προστάτευε τους πληροφοριοδότες […].
Ο εισαγγελέας με έχει βαρεθεί. Όσο κι εγώ εκείνον. ‘Εχουν κάνει 4-5 έρευνες στο σπίτι μου και πάντα βρίσκουν κάποιο έγγραφο, κάποιο στοιχείο. Με ρώτησε αν έχω κι άλλα και του είπα ότι δουλεύω σαν σκίουρος, που πριν αρχίσει ο χειμώνας μαζεύει τροφή σε όποιο σημείο βρει. Δεν θυμάμαι πού τα έχω τού είπα (γελάει). Σε δύο εβδομάδες όμως, θα πάω στη Γερμανία. Εκεί βρίσκονται οι πληροφορίες, σε ένα χρηματοκιβώτιο, που είναι ταυτόχρονα και η ασφάλεια ζωής μου παρεμπιπτόντως.
ΕΡ. Δεν έχετε κουραστεί;
Είχα έναν Εβραίο δάσκαλο στα αγγλικά, ο οποίος μου έλεγε ότι είμαι σαν μπαλάκι του σκουός. ‘Οταν με χτυπάνε, γυρίζω προς τα πίσω πιο γρήγορα. Έτσι είμαι πραγματικά. Όσο μπορώ και το μυαλό και το σώμα μου μού το επιτρέπουν, θα προσπαθώ. Για μένα δεν είναι απλά θέμα να βοηθήσω ή να μη βοηθήσω, αλλά να ζω ή να μη ζω…

ΑΠΕ-ΜΠΕ