Ενδιαφέρον των Γερμανών να επενδύσουν στην Ελλάδα διαπιστώνει ο Δρ. Βόλκερ Τρέισερ

0
170
πληθωρισμός

Ανάπτυξη «βλέπει» για την Ελλάδα ο καθηγητής Μάικλ Χάισε, επικεφαλής οικονομικός αναλυτής της Allianz SE, τονίζοντας ωστόσο ότι για να επιστρέψει η χώρα στις αγορές, θα πρέπει πρώτα να ολοκληρώσει τις μεταρρυθμίσεις, για τις οποίες έχει δεσμευθεί.

Ο κ. Χάισε, σε ομιλία του με τίτλο «Οι προοπτικές της Ευρώπης σε αβέβαιους καιρούς», που πραγματοποίησε απόψε σε δείπνο που παρέθεσε το Ελληνογερμανικό Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο, στο πλαίσιο της ετήσιας τακτικής γενικής συνέλευσης των μελών του, εκτίμησε ότι φέτος το ΑΕΠ της χώρας θα καταγράψει συγκρατημένη αύξηση κατά 1%, όμως αναμένει για το 2018 επιτάχυνση των ρυθμών ανάπτυξης στο 2,5%.

Όπως σημείωσε, «η επιτυχής ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης του προγράμματος στήριξης για την Ελλάδα, θα μπορούσε να είναι το σημείο εκκίνησης για επιστροφή σε θετική πορεία ανάπτυξης». Κατά τον ίδιο, η διαρκής ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας εξαρτάται ασφαλώς και από την ικανότητα της χώρας να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για περισσότερες εξαγωγές και επενδύσεις. Μπορεί, όπως είπε, «τα τελευταία χρόνια η Ελλάδα να πέτυχε πολλές μεταρρυθμίσεις – υπάρχει σχετική ισορροπία στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών και την τελευταία χρόνια υπήρξε πρωτογενές πλεόνασμα – όμως υπήρξε σύμφωνα με τους δείκτες του ‘Ease of doing business’ της Παγκόσμιας Τράπεζας και πάλι υποχώρηση. Για να μπορέσει η Ελλάδα το 2018 να ολοκληρώσει επιτυχώς το πρόγραμμα στήριξης και να επιστρέψει στις διεθνείς αγορές, πρέπει να αυξήσει την ανταγωνιστικότητά της, εφαρμόζοντας πιστά όλες τις συμφωνηθείσες μεταρρυθμίσεις».

Σταθεροποιείται η οικονομική ανάκαμψη στην Ευρώπη

Αναφερόμενος στην Ευρώπη, ο κ. Χάισε εκτίμησε ότι θα σταθεροποιηθεί η οικονομική ανάκαμψη. Ειδικότερα ανέφερε πως μετά από ένα δυνατό ξεκίνημα το 2017, αναμένει ανάπτυξη της τάξεως του 1,9% για την Ευρώπη και μία αισθητή βελτίωση στην αγορά εργασίας, με τα ποσοστά ανεργίας να έχουν ήδη πέσει τον Απρίλιο, σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, στα χαμηλότερα επίπεδα από τον Μάρτιο του 2009.

Στο μεταξύ, κατά τον ίδιο, το περιβάλλον του πληθωρισμού παραμένει συγκρατημένο. «Τα ποσοστά του πληθωρισμού – και μαζί με αυτά οι πληθωριστικές προοπτικές – ήταν για ασυνήθιστα μεγάλο χρονικό διάστημα πολύ χαμηλά» ανέφερε, για να προσθέσει αμέσως μετά ότι «η πρόβλεψη για τον πληθωρισμό της Ευρωπαϊκής Νομισματικής Ένωσης για τα μέσα του 2017 και το 2018 υποχώρησε κατά ένα δέκατο, στο 1,6%».

“ΕΚΤ-Exit” με αργά βήματα λόγω χαμηλών πληθωριστικών πιέσεων

Δεν είναι πλέον αναγκαία η πολιτική διαχείρισης κρίσεων της ΕΚΤ, ανέφερε στο δείπνο του Ελληνογερμανικού Επιμελητηρίου, ο οικονομικός αναλυτής της Allianz SE, τονίζοντας ότι «ενόψει των ποσοστών πληθωρισμού, τα οποία βρίσκονται ελαφρώς κάτω από τον στόχο τους και λόγω της μη ύπαρξης σοβαρού πληθωριστικού κινδύνου, αυτή τη στιγμή η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δεν είναι υπό πίεση». Πρόσθεσε δε, ότι «η υπερχαλαρή νομισματική πολιτική της ΕΚΤ δεν ταιριάζει πλέον στο καλό περιβάλλον της οικονομικής δραστηριότητας». Ο ίδιος εκτίμησε ότι από τον Σεπτέμβριο θα μπορούσαμε να μιλάμε και για μείωση στην αγορά των ομολόγων, ενώ τα αρνητικά επιτόκια καταθέσεων θα έχουν το 2018 κάπως αυξηθεί, οπότε αμέσως μετά θα ακολουθήσει μια πρώτη αύξηση στους συντελεστές αναχρηματοδότησης.

Σε καλή φάση η παγκόσμια οικονομία

Για την παγκόσμια οικονομία, ο κ. Χάισε τόνισε ότι «βρίσκεται αυτή τη στιγμή σε καλή κατάσταση και το 2017 ξεκίνησε με κινητικότητα. Ενώ οι προοπτικές ανάπτυξης στις ανεπτυγμένες χώρες είναι στο σύνολό τους ευνοϊκές, στις νέες βιομηχανικές χώρες παρατηρείται μια συγκρατημένη επιτάχυνση στην οικονομική δραστηριότητα». Όπως εξήγησε, «αυτό οφείλεται κυρίως στη βαθμιαία σταθεροποίηση της Βραζιλίας και της Ρωσίας, που αποτελούν κέντρο βάρους. Στις ΗΠΑ παραμένει η οικονομικό-πολιτική πορεία πολύ αβέβαιη, σε σημαντικούς τομείς της πολιτικής, ακόμα και μετά από μήνες αλλαγής της διοίκησης» συμπλήρωσε, για να τονίσει ότι «η ανθεκτικότητα που δείχνει τόσο η πραγματική οικονομία όσο και οι παγκόσμιες αγορές ενόψει του υψηλού βαθμού πολιτικής αβεβαιότητας σε παγκόσμιο επίπεδο, είναι οπωσδήποτε αξιοσημείωτη».

Ενδιαφέρον των Γερμανών να επενδύσουν στην Ελλάδα

Από την πλευρά του, ο Δρ. Βόλκερ Τρέισερ, αναπληρωτής γενικός διευθυντής της Ένωσης Γερμανικών Εμπορικών και Βιομηχανικών Επιμελητηρίων, Δίκτυο Διμερών Εμπορικών Επιμελητηρίων Εξωτερικού, τόνισε μιλώντας στο δείπνο, ότι «οι ευρωπαίοι υπουργοί οικονομικών εκτίμησαν τους κόπους που καταβάλλει η Ελλάδα. Σε αυτή τη βάση μπορεί η χώρα να συνεχίσει στον δρόμο των μεταρρυθμίσεων που έχουν συμφωνηθεί. Αυτό είναι σημαντικό για τη γερμανική οικονομία, η οποία έχει ισχυρή παρουσία στην Ελλάδα και προχωρά κατά ένα μέρος σε νέες επενδύσεις».

Σύμφωνα με τον ίδιο, «το περασμένο ‘World Business Outlook’ των Διμερών Εμπορικών Επιμελητηρίων Εξωτερικού έδωσε καλά σημάδια. Οι γερμανικές επιχειρήσεις έκριναν την κατάστασή τους καλύτερη σε σχέση με το περασμένο φθινόπωρο. Παρά τις συγκρατημένες προσδοκίες τους ως προς τις νέες επιχειρηματικές δραστηριότητες, μία στις πέντε επιχειρήσεις θα ήθελε να προχωρήσει σε νέα επένδυση και μία στις τέσσερις να επενδύσει σε νέες θέσεις εργασίας.

Ο κ. Tρέισερ υπογράμμισε το σημαντικό ρόλο που διαδραματίζει το Ελληνογερμανικό Επιμελητήριο για την τόνωση του επιχειρείν στην Ελλάδα, επισημαίνοντας ότι «βρίσκεται μέσα από ένα ευρύ φάσμα υπηρεσιών, στο πλευρό των επιχειρήσεων ως tailor-made σύμβουλος. Αυτή είναι εξάλλου και η δύναμη του δικτύου των Γερμανικών Διμερών Επιμελητηρίων Εξωτερικού και των Γραφείων Αντιπροσώπων σε περισσότερα από 130 σημεία σε 90 χώρες. Μέσα από προσαρμοσμένη στις ανάγκες της επιχείρησης, παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών και στοχευμένες προσφορές, υπερνικούνται οι προκλήσεις της επιχειρηματικής δραστηριότητας εκτός συνόρων και αξιοποιούνται οι ευκαιρίες και το δυναμικό που παρουσιάζει η διεθνής επιχειρηματική δραστηριότητα».

Οι επενδύσεις θα λύσουν το διπλό πρόβλημα του χρέους και του ΑΕΠ

Στις πρωτοβουλίες του επιμελητηρίου για την τόνωση του επιχειρείν στην Ελλάδα, αναφέρθηκε και ο πρόεδρός του, Μιχάλης Μαΐλλης. Ωστόσο στάθηκε ιδιαίτερα στα προβλήματα με τα οποία παραμένει αντιμέτωπη η ελληνική οικονομία, αφού όπως είπε, «σήμερα θα πρέπει εκ νέου να συζητηθούν τα ίδια θέματα με το 2013. Η Ελλάδα βρίσκεται ακόμα σε μνημόνιο, εν αντιθέσει με άλλες χώρες που έλυσαν το πρόβλημα τους και βγήκαν στις αγορές, και ακόμα συζητά τα ίδια θέματα με κύριο ζήτημα το κατά πόσον το ελληνικό χρέος είναι βιώσιμο και πόσο απαραίτητη είναι μία νέα απομείωσή του».

Όπως υπογράμμισε ο κ. Μαΐλλης, «η απάντηση είναι μία για το χρέος και το ΑΕΠ της χώρας: Ανάπτυξη μέσω επενδύσεων που θα στηρίζεται στην καινοτομία, στην τεχνολογία, στην πράσινη ενέργεια και θα έχει εξαγωγικό προσανατολισμό».

Διερωτήθηκε, ωστόσο, πόσο εύκολο είναι να έλθουν οι επενδύσεις στην παρούσα συγκυρία, «όπου οι δύσκολοι δημοσιονομικοί στόχοι επιτυγχάνονται αποκλειστικά με περικοπές μισθών και συντάξεων και με μία υπερφορολόγηση σε όλους τους τομείς, που κάνει την Ελλάδα μη ανταγωνιστική και αποτρέπει τις επενδύσεις». Μάλιστα, ο ίδιος έθεσε και θέμα επανακαθορισμού των απαραίτητων δομικών μεταρρυθμίσεων ώστε να αντιστραφεί αυτή η αρνητική κατάσταση.

Πάντως, ο κ. Μαΐλλης δεν παρέλειψε να αναφερθεί και στα θετικά που καταγράφονται στο ελληνικό οικονομικό περιβάλλον, επισημαίνοντας τα εξής:

– Οι ελληνικές επιχειρήσεις που επέζησαν μετά από 8 χρόνια οικονομικής κρίσης, έχοντας αντιμετωπίσει πρωτοφανή προβλήματα και δυσκολίες, συνεχίζουν την αναπτυξιακή τους πορεία.
– Η επικείμενη διευθέτηση των μη εξυπηρετούμενων επιχειρηματικών δανείων στις ελληνικές συστημικές τράπεζες (που σήμερα είναι 110 δισ. ευρώ ή το 45% του συνόλου των δανείων) είναι βέβαιο ότι θα απελευθερώσει ένα τεράστιο, νέο, αναπτυξιακό δυναμικό.

– H επιτάχυνση στον ρυθμό της αποκρατικοποίησης των εταιρειών του δημοσίου με την παράλληλη αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας, πέρα από την εισπρακτική τους σημασία, όχι μόνο εξυγιαίνει αυτές τις εταιρείες, εισάγοντας ιδιωτικο-οικονομικό τρόπο διαχείρισης και λειτουργίας, αλλά δημιουργεί μεγάλες προοπτικές ανάπτυξης.

– Η εκτίναξη του αριθμού τουριστών που επισκέπτονται τη χώρα καθιερώνει τον τουρισμό ως ατμομηχανή της ελληνικής οικονομίας.

Κλείνοντας, ο κ. Μαΐλλης χαρακτήρισε τα ξένα επενδυτικά κεφάλαια και τις εξωστρεφείς επενδύσεις, βασικούς πυλώνες, στους οποίους μπορεί και πρέπει να στηριχθεί το μοντέλο της ελληνικής οικονομίας, ώστε να επιστρέψει σε πορεία σταθερής ανάπτυξης, και τόνισε ότι το Ελληνογερμανικό επιμελητήριο θα παραμένει αρωγός κάθε επενδυτικής και εν γένει επιχειρηματικής πρωτοβουλίας που προέρχεται από γερμανικές εταιρείες.

Το Επιμελητήριο στηρίζει το ελληνικό επιχειρείν

Τέλος, από την πλευρά του ο γενικός διευθυντής του Ελληνογερμανικού Επιμελητηρίου, Δρ. Αθανάσιος Κελέμης, υπογράμμισε ότι το Ελληνογερμανικό επιμελητήριο με επιμονή και συνέπεια καταβάλλει τα τελευταία δύσκολα χρόνια κάθε δυνατή προσπάθεια για τη στήριξη και επέκταση των ελληνογερμανικών εμπορικών και οικονομικών σχέσεων.

«Προσαρμόζοντας τις δράσεις μας στις ανάγκες της ελληνικής οικονομίας και των διμερών σχέσεων, υλοποιήσαμε την τελευταία τριετία περίπου 900 επιχειρηματικές συναντήσεις στο πλαίσιο εκδηλώσεων και πρωτοβουλιών, στους κλάδους του τουρισμού, της αγροτικής οικονομίας, της ενέργειας, του περιβάλλοντος και της τεχνολογίας», τόνισε ο κ. Κελέμης για να προσθέσει ότι «με συντονισμένες δράσεις, ευρωπαϊκής και εθνικής εμβέλειας, το επιμελητήριο χαράσσει νέους δρόμους για τις ελληνικές εξαγωγικές επιχειρήσεις προς τη μεγαλύτερη οικονομία της ευρωζώνης, την γερμανική, ενώ προχωρά και στη διοργάνωση στοχευμένων επιχειρηματικών αποστολών σε συνεργασία με τα αντίστοιχα διμερή γερμανικά επιμελητήρια και με τις ελληνικές πρεσβείες σε τέσσερις πόλεις της Ασίας, με τη συμμετοχή ελληνικών εξαγωγικών εταιριών από νευραλγικούς κλάδους της ελληνικής οικονομίας. Θα ακολουθήσουν και άλλες τέτοιες αποστολές σε Λατινική Αμερική και άλλες χώρες», ανέφερε ο γενικός διευθυντής του Επιμελητηρίου.
Υπενθύμισε δε, ότι το επιμελητήριο άνοιξε την προηγούμενη χρονιά, δίαυλο εμπορικής δράσης στη Γερμανία για 439 ελληνικές εταιρείες, οι οποίες κάλυψαν με τη συμμετοχή τους 8.648 τ.μ. επιφάνεια σε διεθνείς εκθέσεις που διοργανώθηκαν στη Γερμανία, αλλά και σε άλλες χώρες από Γερμανικούς Εκθεσιακούς Οργανισμούς.

ΑΠΕ-ΜΠΕ