Θα πραγματοποιηθεί από τις 29 Σεπτεμβρίου 2021 έως τις 16 Ιανουαρίου 2022 σε επιμέλεια του Καθηγητή Νικόλαου Χρ. Σταμπολίδη και του Δρ Ιωάννη Δ. Φάππα.
Οι πολλαπλές πτυχές της έννοιας του «Κάλλους» στην καθημερινή ζωή και τη φιλοσοφική σκέψη της αρχαίας Ελλάδας παρουσιάζονται στη μεγάλη, εμβληματική, αρχαιολογική έκθεση του Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης με τίτλο «ΚΑΛΛΟΣ. Η Υπέρτατη Ομορφιά» που θα διαρκέσει από τις 29 Σεπτεμβρίου 2021 έως τις 16 Ιανουαρίου 2022. Η έκθεση, που δημιούργησε ο πρώην Διευθυντής του Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης, Γενικός Διευθυντής του Μουσείου της Ακρόπολης Καθηγητής Νικόλaος Χρ. Σταμπολίδης και επιμελούνται ο ίδιος και ο Επιμελητής Αρχαιοτήτων, Δρ Ιωάννης Δ. Φάππας, πραγματοποιείται σε συνεργασία με το Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού, με τη γενναιόδωρη υποστήριξη της L’Oréal.
Τριακόσιες εμβληματικές αρχαιότητες από πενήντα δύο Mουσεία, Συλλογές και Εφορείες Αρχαιοτήτων σε όλη την ελληνική επικράτεια, την Ιταλία (Ιταλική χερσόνησο και Σικελία) και το Βατικανό, παρουσιάζονται στη συντριπτική πλειονότητά τους για πρώτη φορά εκτός των μουσείων προέλευσής τους και συναντώνται στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης, για να αποδώσουν ολοκληρωμένα το ιδεώδες του Κάλλους. Τα εκθέματα που επιλέχθηκαν χρονολογούνται κυρίως από τον 7ο έως και τον 1ο αι. π.Χ., δηλαδή από την Αρχαϊκή έως και την Ελληνιστική περίοδο και συμπληρώνονται από ελάχιστα έργα των ρωμαϊκών χρόνων, σε περιπτώσεις όπου πρωτότυπα έργα των προηγούμενων περιόδων έχουν σωθεί μόνο σε αντίγραφα.
Το αρχαιοελληνικό κάλλος είναι ένα ιδεώδες που αναπτύχθηκε στην αρχαία ελληνική σκέψη, εκφράστηκε μέσα από τα ποιήματα των επικών (8ος αι. π.Χ.) και λυρικών (7ος – 6ος αι. π.Χ.) ποιητών αρχικά ως εξωτερική ομορφιά και αποκρυσταλλώθηκε σταδιακά μέσα από κείμενα φιλοσόφων από τον 6ο αι. π.Χ. και εξής, οι οποίοι αναφέρθηκαν σε αυτό ως συνδυασμό της φυσικής εμφάνισης και των αρετών της ψυχής. Σε αυτή τη διάσταση του κάλλους επικεντρώνεται και η έκθεση του Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης, αναδεικνύοντας τη συμβολή της αρχαίας Ελλάδας στον καθορισμό της έννοιας της ομορφιάς έως και σήμερα.
Στην παρούσα έκθεση το κάλλος αποτυπώνεται μέσα από έναν τεράστιο πλούτο και ποικιλία αρχαιοτήτων όπως αγάλματα, αγγεία, όστρακα κάτοπτρα, κοσμήματα, αρωματοδόχα ληκύθια, χρηστικά είδη καλλωπισμού (κρέμες, χρώματα κτλ), πήλινα, λίθινα, μετάλλινα έργα και τερακότες διαφόρων περιόδων, κυρίως αρχαϊκά, κλασικά και ελληνιστικά, ειδώλια, εργαλεία κόμμωσης, όπως σιδερένια ψαλίδια, χτενάκια κ.ά.
Η επιλογή της γεωγραφικής προέλευσης των αντικειμένων έγινε με βάση συγκεκριμένα κριτήρια: τα εκθέματα προέρχονται από ολόκληρη τη μητροπολιτική και νησιωτική Ελλάδα για να γίνει έτσι κατανοητή η συμμετοχή των περισσότερων πόλεων της ελληνικής αρχαιότητας και η διάχυση της έννοιας του Κάλλους σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερα κοινωνικά στρώματα. Η έκθεση φιλοξενεί επίσης αντίστοιχο αριθμό αρχαιοτήτων από τη Μεγάλη Ελλάδα για να μπορέσει ο επισκέπτης να κατανοήσει το φαινόμενο της διασποράς της έννοιας του Κάλλους και στις αποικίες της Δύσης.
Εν μέσω πανδημίας και ενώ όλα τα μουσεία ήταν κλειστά, οι δύο επιμελητές πραγματοποίησαν μία «μαραθώνια» επιστημονική έρευνα σε όλη την Ελλάδα, συλλέγοντας θησαυρούς από Εφορείες Αρχαιοτήτων και αρχαιολογικά Μουσεία όλης της Ελλάδας, από το Μουσείο Ακροπόλεως, το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, το Μουσείο Μπενάκη, από το Μουσείο Θεσσαλονίκης έως το Μουσείο του Ηρακλείου καθώς και από τα περισσότερα περιφερειακά μουσεία της χώρας που αναφέρονται παρακάτω. Τα εκθέματα εντοπίστηκαν οχι μόνο στις προθήκες αλλά ορισμένα και στις αποθήκες των Μουσείων.
Επιπλέον, η έκθεση περιλαμβάνει αντικείμενα από το Μουσείο του Βατικανού, τα Αρχαιολογικά Μουσεία της Φλωρεντίας, της Νάπολης, της Ρώμης, της Μπολόνια, της Βενετίας, των Συρακουσών, της Κατάνια και το Εθνικό Αρχαιολογικό Πάρκο της Όστια. Από την αρχική επιλογή εξακοσίων εκθεμάτων προκρίθηκαν τελικά τριακόσια, καθώς η μουσειολογική μελέτη απαιτούσε την επιλογή εκείνων που ενίσχυαν καλύτερα τις ενότητες, ώστε να γίνουν αυτές κατανοητές στο κοινό.