Το σχέδιο δράσης της ΕΕ κατά της παράνομης διακίνησης πολιτιστικών αγαθών

0
68
πολιτιστικών αγαθών

Η παράνομη διακίνηση πολιτιστικών αγαθών αποτελεί επικερδή επιχειρηματική δραστηριότητα για το οργανωμένο έγκλημα, και, σε ορισμένες περιπτώσεις, ακόμη και για εμπόλεμα μέρη και τρομοκράτες 1 

. Αυτό οφείλεται ιδίως στον χαμηλό κίνδυνο εντοπισμού, στις προοπτικές υψηλών περιθωρίων και στο ελκυστικό μέγεθος των νόμιμων 2 και παράνομων αγορών, λόγω της σταθερής έως αυξανόμενης παγκόσμιας ζήτησης από συλλέκτες, επενδυτές και μουσεία 3 . Η Ιντερπόλ αριθμεί πάνω από 850 000 τεχνουργήματα που κατασχέθηκαν παγκοσμίως το 2020, εκ των οποίων περισσότερα από τα μισά στην Ευρώπη 4 . Από το 2016, η ετήσια παγκόσμια επιχείρηση «Πανδώρα» έχει οδηγήσει σε 407 συλλήψεις και στην ανάκτηση 147 050 πολιτιστικών αγαθών 5 . Τα δεδομένα αυτά δεν αντιπροσωπεύουν ωστόσο ένα πιο εκτεταμένο πρόβλημα — δεδομένου ότι πολλές περιπτώσεις δεν εντοπίζονται, η πραγματική κλίμακα της παράνομης διακίνησης πολιτιστικών αγαθών είναι πιθανότατα πολύ μεγαλύτερη  6 .

Τα πολιτιστικά αγαθά έχουν συχνά μεγάλη πολιτιστική, καλλιτεχνική, ιστορική και επιστημονική σημασία. Ως εκ τούτου, η παράνομη διακίνηση πολιτιστικών αγαθών μπορεί να έχει καταστροφικές και ανεπανόρθωτες επιπτώσεις στην πολιτιστική κληρονομιά εντός και εκτός της ΕΕ. Καταστρέφει τμήματα της συλλογικής μας μνήμης και στερεί από την ανθρωπότητα μαρτυρίες της ιστορίας της. Οι περιοχές που αντιμετωπίζουν κρίσεις και οι ζώνες συγκρούσεων διατρέχουν ιδιαίτερο κίνδυνο. Αυτό καταδεικνύεται, για παράδειγμα, στην Εγγύς και Μέση Ανατολή (όπως στη Συρία, το Ιράκ ή τη Λιβύη) και, πιο πρόσφατα, στην Ουκρανία.

Η αντιμετώπιση αυτού του σύνθετου, εγγενώς διεθνικού εγκληματικού φαινομένου απαιτεί εξατομικευμένη αντίδραση σε επίπεδο ΕΕ, όπως ορίζεται στη στρατηγική της ΕΕ για την Ένωση Ασφάλειας 2020-2025 7 και στη στρατηγική της ΕΕ για την αντιμετώπιση του οργανωμένου εγκλήματος 2021-2025 8 . Ως εκ τούτου, η Επιτροπή υποβάλλει σχέδιο δράσης. Στόχος της είναι να μεγιστοποιήσει το δυναμικό των υφιστάμενων δράσεων της ΕΕ, να επισημάνει τους τομείς που απαιτούν περαιτέρω προσπάθειες και να υποδείξει τον τρόπο αντιμετώπισης των προκλήσεων που εναπομένουν.

2.Ένα σύνθετο φαινόμενο που απαιτεί εξατομικευμένη αντιμετώπιση

Οι τρεις κύριες παράνομες δραστηριότητες που συνδέονται με τη διακίνηση πολιτιστικών αγαθών είναι 1) κλοπές και ληστείες, 2) λεηλασίες (παράνομη απομάκρυνση αρχαίων κειμηλίων από αρχαιολογικούς χώρους, κτίρια ή μνημεία 9 ) και 3) παράνομη απομίμηση πολιτιστικών αγαθών. Στα συναφή εγκλήματα περιλαμβάνονται η απάτη, η διάθεση κλεμμένων αγαθών (κλεπταποδοχή), το λαθρεμπόριο ή η διαφθορά. Πέραν της παράνομης διακίνησης, οι εγκληματίες μπορούν να χρησιμοποιήσουν για παράνομους σκοπούς ακόμη και νόμιμα αποκτηθέντα πολιτιστικά αγαθά, για νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, για να αποφύγουν κυρώσεις 10 , για λόγους φοροδιαφυγής ή για σκοπούς χρηματοδότησης της τρομοκρατίας.

Τα εγκλήματα που σχετίζονται με τα πολιτιστικά αγαθά έχουν ειδικά χαρακτηριστικά, τα οποία τα διακρίνουν από άλλες παράνομες δραστηριότητες. Η ταυτότητα, η γνησιότητα, η προέλευση 11 , η διαδρομή 12 και το νομικό καθεστώς ενός πολιτιστικού αγαθού σπανίως είναι άμεσα ορατά, ενώ συχνά απαιτείται η γνώμη ειδικού εμπειρογνώμονα. Δεύτερον, οι δημόσιες και ιδιωτικές συλλογές, τα μνημεία και οι χώροι ανασκαφών είναι ευάλωτοι σε κλοπές και λεηλασίες, ιδίως σε καταστάσεις συγκρούσεων και περιόδους κρίσης. Επιπλέον, τα μη καταχωρισμένα πολιτιστικά αγαθά, ιδίως από χώρους ανασκαφών ή μη καταλογογραφημένες συλλογές, είναι δύσκολο να ανιχνευτούν και να εντοπιστούν μόλις αποτελέσουν αντικείμενο παράνομης διακίνησης. Τρίτον, η αγορά πολιτιστικών αγαθών έχει ορισμένες αδυναμίες που είναι ελκυστικές για τους εγκληματίες. Μεταξύ αυτών είναι η αποδοχή της ανωνυμίας και της μυστικότητας 

13 , η υποκειμενικότητα και η μεταβλητότητα των τιμών, καθώς και η δυνατότητα χρήσης αντικειμένων για την αποθήκευση και τη μεταφορά σημαντικών χρηματικών ποσών 14 . Οι εγκληματίες επωφελούνται επίσης από τη γενική έλλειψη ενημέρωσης σχετικά με τη ζημία που μπορεί να προκαλέσει η παράνομη διακίνηση πολιτιστικών αγαθών 15 .

Επιπλέον, οι εγκληματίες επωφελούνται από την αυξημένη διαθεσιμότητα διαύλων διαδικτυακών πωλήσεων για να επεκτείνουν το πελατολόγιό τους στις νόμιμες και παράνομες αγορές. Το γεγονός αυτό δημιουργεί πρόσθετες προκλήσεις για την επιβολή του νόμου 16 , λόγω του όγκου των πολιτιστικών αγαθών που πρέπει να ελεγχθούν, της κρυπτογράφησης των δεδομένων και του αριθμού των δικαιοδοσιών που ενδεχομένως εμπλέκονται.

Επιπλέον, οι αρχές επιβολής του νόμου παρατηρούν ότι έχει αυξηθεί το επίπεδο πολυπλοκότητας των ομάδων οργανωμένου εγκλήματος που δραστηριοποιούνται στη διακίνηση πολιτιστικών αγαθών σε σύγκριση με άλλα είδη οργανωμένων εγκλημάτων κατά περιουσίας. Οι εγκληματίες δραστηριοποιούνται εσκεμμένα σε διασυνοριακό επίπεδο για να μεγιστοποιήσουν τα κέρδη τους, να θολώσουν τα ίχνη τους, να αποφύγουν τη σύλληψη και να παραποιήσουν την προέλευση και τη διαδρομή των πολιτιστικών αγαθών που αποτελούν αντικείμενο παράνομης διακίνησης.

Ως εκ τούτου, οι έρευνες σε υποθέσεις παράνομης διακίνησης πολιτιστικών αγαθών είναι πολύπλοκες. Απαιτούν ειδική εμπειρογνωσία στον τομέα των πολιτιστικών αγαθών και τη συμμετοχή μεγάλου αριθμού αρχών (όπως αστυνομία, τελωνεία, συνοριοφύλακες, υπουργεία πολιτισμού, μονάδες χρηματοοικονομικών πληροφοριών και το δικαστικό σώμα), συχνά με τη συμμετοχή διαφόρων δικαιοδοσιών λόγω της διασυνοριακής κλίμακας πολλών υποθέσεων.

3.Σχέδιο δράσης της ΕΕ κατά της παράνομης διακίνησης πολιτιστικών αγαθών

Σύμφωνα με τις συστάσεις για την ενίσχυση της παγκόσμιας δράσης κατά της παράνομης διακίνησης πολιτιστικών αγαθών σε διάφορους τομείς 17 , το παρόν σχέδιο δράσης αποσκοπεί στην αποτελεσματική αποτροπή των εγκληματιών, στην αντιμετώπιση των εξελισσόμενων απειλών κατά της ασφάλειας και στην προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς 18 . Το σχέδιο δράσης επικεντρώνεται σε τέσσερις στρατηγικούς στόχους, για έναν αποτελεσματικό και ολοκληρωμένο τρόπο αντίδρασης:

I.βελτίωση της πρόληψης και του εντοπισμού εγκλημάτων από συμμετέχοντες στην αγορά και ιδρύματα πολιτιστικής κληρονομιάς·

II.ενίσχυση των ικανοτήτων επιβολής του νόμου και απονομής δικαιοσύνης·

III.ενίσχυση της διεθνούς συνεργασίας·

IV.εξασφάλιση της υποστήριξης άλλων βασικών ενδιαφερόμενων μερών για την προστασία των πολιτιστικών αγαθών από την εγκληματικότητα.

Το σχέδιο δράσης χρησιμοποιεί έναν ευρύ ορισμό των πολιτιστικών αγαθών, ο οποίος περιλαμβάνει τεχνουργήματα ιστορικού, καλλιτεχνικού, επιστημονικού ή εθνολογικού ενδιαφέροντος, όπως αναφέρεται στη σύμβαση της Εκπαιδευτικής, Επιστημονικής και Επιμορφωτικής Οργάνωσης των Ηνωμένων Εθνών (UNESCO) του 1970 σχετικά με τα μέτρα για την απαγόρευση και παρεμπόδιση της παράνομης εισαγωγής, εξαγωγής και μεταβίβασης κυριότητας των πολιτιστικών αγαθών (στο εξής: σύμβαση της UNESCO του 1970) 19 

3.1. Πρόληψη και εντοπισμός παράνομης διακίνησης πολιτιστικών αγαθών από συμμετέχοντες στην αγορά και ιδρύματα πολιτιστικής κληρονομιάς

Οι συμμετέχοντες στην αγορά πολιτιστικών αγαθών 20 , οι συλλέκτες και τα ιδρύματα πολιτιστικής κληρονομιάς είναι σε θέση να συμβάλουν στην πρόληψη και τον εντοπισμό εγκλημάτων που σχετίζονται με πολιτιστικά αγαθά, δεδομένου ότι διατρέχουν ιδιαίτερο κίνδυνο να συναντήσουν πολιτιστικά αγαθά που αποτελούν αντικείμενο εμπορίας ή να πέσουν θύματα εγκλημάτων κατά της περιουσίας. Είναι σημαντικό τα εν λόγω ενδιαφερόμενα μέρη να γνωρίζουν την ισχύουσα νομοθεσία και άλλα μη νομοθετικά εργαλεία που αποσκοπούν στην πρόληψη και τον εντοπισμό των εν λόγω εγκλημάτων 21 .

Η Επιτροπή διεξάγει τακτικό διάλογο με ιδρύματα πολιτιστικής κληρονομιάς, ιδίως μέσω της ομάδας εμπειρογνωμόνων για την πολιτιστική κληρονομιά 22 . Η Επιτροπή συνεργάστηκε επίσης με την UNESCO για να βοηθήσει την αγορά έργων τέχνης και τα ιδρύματα πολιτιστικής κληρονομιάς να κατανοήσουν βαθύτερα τους κανόνες δέουσας επιμέλειας και δεοντολογίας 23 

Η UNESCO εργάζεται επί του παρόντος για την αναθεώρηση του διεθνούς κώδικα για τους εμπόρους πολιτιστικών αγαθών, προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι προκλήσεις που έχουν προκύψει από την έγκρισή του το 1999, καθώς και να ενισχυθούν και να αποσαφηνιστούν οι δεοντολογικές αρχές που θα πρέπει να διέπουν την αγορά έργων τέχνης.

Δεδομένου ότι η παράνομη διακίνηση πολιτιστικών αγαθών αποτελεί συνήθως διασυνοριακό έγκλημα, η εμπορική νομοθεσία της ΕΕ διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην πρόληψη και τον εντοπισμό αυτών των υποθέσεων. Για την εξαγωγή πολιτιστικών αγαθών από την τελωνειακή επικράτεια της Ένωσης απαιτείται άδεια εξαγωγής, προκειμένου να διασφαλίζεται ότι οι εξαγωγές υπόκεινται σε ομοιόμορφους ελέγχους στα εξωτερικά σύνορα της ΕΕ

 24 . Η εισαγωγή πολιτιστικών αγαθών εμπίπτει στον κανονισμό (ΕΕ) 2019/880, ο οποίος απαγορεύει την εισαγωγή πολιτιστικών αγαθών που εξάγονται παράνομα από τρίτη χώρα και απαιτεί για την εισαγωγή ορισμένων πολιτιστικών αγαθών στην Ένωση να υπάρχει άδεια εισαγωγής ή δήλωση εισαγωγέα. Με τον κανονισμό θεσπίζεται επίσης κεντρικό ηλεκτρονικό σύστημα για την αποθήκευση και την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των κρατών μελών και για τη διεκπεραίωση των διατυπώσεων εισαγωγής από τις επιχειρήσεις. Το σύστημα αυτό θα τεθεί σε λειτουργία τον Ιούνιο του 2025 25 Θα είναι πλήρως ηλεκτρονικό και θα διασφαλίσει τη διασύνδεση μεταξύ των αρμόδιων τελωνειακών και πολιτιστικών αρχών και των υφιστάμενων βάσεων δεδομένων. Επιπλέον, έχει τη δυνατότητα να μειώσει τις περιπτώσεις παραποίησης εγγράφων και να εξαλείψει την ανάγκη εξακρίβωσης της γνησιότητας των αδειών σε έντυπη μορφή. Η Επιτροπή εξετάζει επίσης το ενδεχόμενο μελλοντικής επέκτασης του συστήματος αυτού στις άδειες εξαγωγής βάσει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 116/2009. Η νομοθεσία σχετικά με την εισαγωγή και την εξαγωγή πολιτιστικών αγαθών συμπληρώνεται με την οδηγία 2014/60/ΕΕ σχετικά με την επιστροφή πολιτιστικών αγαθών που έχουν απομακρυνθεί παράνομα από το έδαφος κράτους μέλους

 26 . Για τον περαιτέρω εξορθολογισμό της εφαρμογής της νομοθεσίας της ΕΕ για τις εισαγωγές και τις εξαγωγές, η Επιτροπή διατηρεί τακτικές επαφές με τις τελωνειακές και πολιτιστικές αρχές των κρατών μελών μέσω της ομάδας εμπειρογνωμόνων για τελωνειακά θέματα που σχετίζονται με τα πολιτιστικά αγαθά, της επιτροπής πολιτιστικών αγαθών που συστάθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 116/2009 και τον κανονισμό (ΕΕ) 2019/880 και της ομάδας έργου για την ψηφιοποίηση των πολιτιστικών αγαθών.

Ωστόσο, η ενδελεχής εξέταση και ο έλεγχος του εμπορίου πολιτιστικών αγαθών μπορεί να ποικίλλουν σε μεγάλο βαθμό εντός της ενιαίας αγοράς 27 . Ως εκ τούτου, δημιουργούνται σημαντικά κενά τα οποία εκμεταλλεύονται οι εγκληματίες για να κρύψουν τα ίχνη τους και να συγκαλύψουν την προέλευση ενός αντικειμένου. Σύμφωνα με τη σύμβαση της UNESCO του 1970 28 και όπως ανέφεραν οι ερωτηθέντες ενδιαφερόμενοι φορείς επιβολής του νόμου, τα μέτρα για την αύξηση της ιχνηλασιμότητας 29 της μεταφοράς πολιτιστικών αγαθών εντός της ενιαίας αγοράς θα μπορούσαν να συμβάλουν σημαντικά στον εντοπισμό υποθέσεων παράνομης διακίνησης και στην αποτροπή της διείσδυσης εγκληματιών στην αγορά πολιτιστικών αγαθών. Επιπλέον, η διαπίστωση της προέλευσης των πολιτιστικών αγαθών που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2014/60/ΕΕ θα βελτιώσει τη λειτουργία του μηχανισμού επιστροφής που προβλέπεται από την ίδια την οδηγία 30 . Πολλά κράτη μέλη έχουν ήδη θέσει σε εφαρμογή μητρώα πωλήσεων για κατηγορίες πολιτιστικών αγαθών. Η εφαρμογή παρόμοιων μέτρων σε ολόκληρη την ΕΕ θα συμβάλει στην ενίσχυση της πρόληψης και του εντοπισμού διασυνοριακών εγκλημάτων, καθώς και στη διαμόρφωση ολοκληρωμένης εικόνας όσον αφορά την παράνομη διακίνηση πολιτιστικών αγαθών στην ενιαία αγορά. Επιπλέον, η αποτελεσματικότητα των υφιστάμενων μητρώων πωλήσεων θα μπορούσε να βελτιωθεί, για παράδειγμα με τη διασφάλιση της ψηφιακής αποθήκευσης των πληροφοριών και της διασύνδεσης των μητρώων μεταξύ τους.

Μπορούν επίσης να ληφθούν μέτρα για να καταστούν οι δημόσιες και ιδιωτικές συλλογές πολιτιστικών αγαθών λιγότερο ευάλωτες σε εγκλήματα κατά της περιουσίας. Η Ευρωπόλ 31 αναφέρει ότι στην ΕΕ πολλές υποθέσεις παράνομης διακίνησης αφορούν πολιτιστικά αγαθά που έχουν κλαπεί από τόπους λατρείας, ιδρύματα πολιτιστικής κληρονομιάς, μουσεία, καθώς και από ιδιωτικές κατοικίες και συλλογές. Οι δημόσιες και ιδιωτικές συλλογές θα πρέπει να έχουν επίγνωση των τρωτών σημείων τους όσον αφορά τα εγκλήματα κατά της περιουσίας, να εκπαιδεύσουν το προσωπικό τους στην εφαρμογή μέτρων προστασίας και να επενδύσουν σε εργαλεία προστασίας.

Αντίστοιχα, οι ιδιοκτήτες ή διαχειριστές δημόσιων και ιδιωτικών συλλογών μπορούν να λαμβάνουν προαιρετικά μέτρα για την καλύτερη προστασία τους από εγκλήματα κατά της περιουσίας. Μια βασική δράση είναι η τήρηση ενημερωμένου αρχείου απογραφής και επικαιροποιημένων βάσεων δεδομένων των πολιτιστικών αγαθών που περιλαμβάνονται στις συλλογές. Αυτά τα αρχεία απογραφής διευκολύνουν την ταυτοποίηση και την αναζήτηση κλεμμένων αντικειμένων. Ακόμη και για τις ιδιωτικές συλλογές, υπάρχουν διαθέσιμα εργαλεία που συνιστώνται από τις αρχές επιβολής του νόμου, όπως η ταυτότητα αντικειμένου (Object-ID) του Διεθνούς Συμβουλίου Μουσείων (ICOM) 32 .

 Άλλο ένα μέσο εντοπισμού και πρόληψης εγκλημάτων είναι η καταγγελία υποθέσεων εγκλημάτων κατά της περιουσίας στις αρχές επιβολής του νόμου. Με τον τρόπο αυτό διασφαλίζεται ότι τα κλεμμένα πολιτιστικά αγαθά εμφανίζονται στις εθνικές βάσεις δεδομένων κλεμμένων έργων τέχνης και στη βάση δεδομένων της Ιντερπόλ για κλεμμένα έργα τέχνης. Η καταχώριση κλεμμένων πολιτιστικών αγαθών αυξάνει την προβολή τους και περιορίζει τη δυνατότητα των διακινητών να βρουν διαύλους πωλήσεων στη νόμιμη οικονομία.

Η ΕΕ έχει ήδη θεσπίσει ειδική νομοθεσία για την αντιμετώπιση της παράνομης διακίνησης πολιτιστικών αγαθών στο διαδίκτυο. Η πράξη για τις ψηφιακές υπηρεσίες 33 αυξάνει τις υποχρεώσεις των παρόχων ενδιάμεσων υπηρεσιών, συμπεριλαμβανομένων των διαδικτυακών πλατφορμών που συνδέουν τους καταναλωτές με παρόχους αγαθών και υπηρεσιών. Η πράξη για τις ψηφιακές υπηρεσίες ρυθμίζει επίσης την αναφορά παράνομου περιεχομένου, για παράδειγμα σχετικά με ύποπτες πωλήσεις, 34  θεσπίζει τη δυνατότητα των δημόσιων αρχών να αποστέλλουν διασυνοριακές εντολές αφαίρεσης σε παρόχους ενδιάμεσων υπηρεσιών που είναι εγκατεστημένοι σε άλλα κράτη μέλη, ενώ παράλληλα αυξάνει τις υποχρεώσεις ιχνηλασιμότητας για τους εμπόρους. Η Επιτροπή στηρίζει επίσης την ψηφιοποίηση και την ψηφιακή διαφύλαξη της πολιτιστικής κληρονομιάς μέσω του κοινού ευρωπαϊκού χώρου δεδομένων για την πολιτιστική κληρονομιά 35 και του επικείμενου ευρωπαϊκού συνεργατικού υπολογιστικού νέφους για την πολιτιστική κληρονομιά.

Βασική συνιστώσα της καταπολέμησης της παράνομης διακίνησης πολιτιστικών αγαθών είναι ο εντοπισμός παράνομων χρηματοοικονομικών ροών. Επιπλέον, η εξάπλωση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας με νόμιμα αποκτηθέντα πολιτιστικά αγαθά απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή. Οι ανησυχίες ότι ο τομέας των έργων τέχνης και των αρχαιοτήτων μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο εκμετάλλευσης από εγκληματίες με σκοπό τη νομιμοποίηση εσόδων από τα εγκλήματά τους έχουν οδηγήσει σε εκκλήσεις για επέκταση του κανονιστικού πλαισίου της ΕΕ για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας. Η οδηγία για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες 36 εφαρμόζεται πλέον στους συμμετέχοντες στην αγορά έργων τέχνης και αρχαιοτήτων (όπως γκαλερί και οίκοι δημοπρασιών) που εμπορεύονται έργα τέχνης ή δραστηριοποιούνται ως μεσάζοντες στο εμπόριο έργων τέχνης, καθώς και στους ελεύθερους λιμένες για συναλλαγές που υπερβαίνουν ορισμένο όριο. Οι συμμετέχοντες στην αγορά έχουν την υποχρέωση να περιλαμβάνουν εκτιμήσεις κινδύνου και προσεγγίσεις «βάσει κινδύνου» για την πρόληψη και τον εντοπισμό της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, μέτρα μετριασμού και διαχείρισης κινδύνων, αποτελεσματική δέουσα επιμέλεια ως προς τον πελάτη και ταυτοποίηση των πελατών και των πραγματικών δικαιούχων τους, και να αναφέρουν ύποπτες συναλλαγές και δραστηριότητες στις εθνικές μονάδες χρηματοοικονομικών πληροφοριών. Επιπλέον, η πρόταση νέου κανονισμού για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες 37 θέτει σε επίπεδο ΕΕ όριο ύψους 10 000 EUR για τις συναλλαγές σε μετρητά. Με τον τρόπο αυτό, μπορεί να μειωθεί η ελκυστικότητα της αγοράς πολιτιστικών αγαθών για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.

Οι δημόσιες αρχές θα πρέπει να κατανοούν επαρκώς τους κινδύνους νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας και των τρωτών σημείων στον τομέα των πολιτιστικών αγαθών, ώστε να μπορούν να ενεργούν αναλόγως, όταν είναι αναγκαίο. Για τον σκοπό αυτόν, οι εκτιμήσεις κινδύνου που διενεργούν τα κράτη μέλη σε εθνικό επίπεδο στο πλαίσιο της νομοθεσίας για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες 38 παρέχουν το κατάλληλο πλαίσιο. Τα κράτη μέλη μπορούν επίσης να εκδίδουν κατευθυντήριες γραμμές προς τους οικείους φορείς του ιδιωτικού τομέα σχετικά με τον τρόπο εντοπισμού των σχετικών συναλλαγών και συμμόρφωσης με τις υποχρεώσεις για την πρόληψη της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας 39 

Τέλος, η Επιτροπή υποστηρίζει το έργο της ομάδας χρηματοοικονομικής δράσης όσον αφορά τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας που συνδέεται με έργα τέχνης, αρχαιότητες και άλλα πολιτιστικά αγαθά. Οι στόχοι του περιλαμβάνουν την παροχή βοήθειας στις χώρες, τις αρμόδιες αρχές και τον ιδιωτικό τομέα, ώστε να κατανοήσουν τον τρόπο με τον οποίο οι εγκληματίες και οι τρομοκράτες μπορούν να εκμεταλλεύονται το εμπόριο αυτών των αντικειμένων, και να αναπτύξουν βέλτιστες πρακτικές και συστάσεις για τον μετριασμό αυτών των κινδύνων 40 . Επιπλέον, η Επιτροπή προβαίνει σε διαρκή εκτίμηση των κινδύνων νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας που επηρεάζουν την ενιαία αγορά όταν αυτές σχετίζονται με διασυνοριακές δραστηριότητες. Στο πλαίσιο της υπερεθνικής εκτίμησης κινδύνου 41 , η Επιτροπή αξιολογεί και παρακολουθεί τους ειδικούς κινδύνους της αγοράς έργων τέχνης και αρχαιοτήτων και άλλους συναφείς τομείς, όπως οι ελεύθεροι λιμένες και οι εγκαταστάσεις αποθήκευσης έργων τέχνης 42